Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαζούτ το [mazút] Ο (άκλ.) : παχύρρευστο προϊόν της απόσταξης του πετρελαίου που χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη: Aπαγορεύτηκε η χρήση του ~ στα καλοριφέρ με στόχο την προστασία του περιβάλλοντος.
[γαλλ. ή αγγλ. mazout < ρωσ. mazut]