Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαζούτ
1 εγγραφή
μαζούτ το [mazút] Ο (άκλ.) : παχύρρευστο προϊόν της απόσταξης του πετρελαίου που χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη: Aπαγορεύτηκε η χρήση του ~ στα καλοριφέρ με στόχο την προστασία του περιβάλλοντος.

[γαλλ. ή αγγλ. mazout < ρωσ. mazut]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες