Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαεστρία
1 εγγραφή
μαεστρία η [maestría] Ο25 : μεγάλη ικανότητα ή επιδεξιότητα σε κτ.: Λογοτέχνης που χειρίζεται τη γλώσσα με μεγάλη ~.

[ιταλ. maestria]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες