Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαγνητικός
1 εγγραφή
μαγνητικός -ή -ό [maγnitikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με το μαγνήτη, το μαγνητισμό ή τη μαγνήτιση: ~ πόλος. Mαγνητική ενέργεια / δύναμη. Mαγνητικά φαινόμενα. || (φυσ., ιδ. για το μαγνητισμό): Mαγνητικό πεδίο, ο χώρος στον οποίο ενεργεί η μαγνητική δύναμη. Mαγνητικό κύκλωμα / δυναμικό. Mαγνητικές μονάδες. ~ συντονισμός. || (ειδικά για το γήινο μαγνητισμό): Ο ~ βόρειος πόλος / βορράς. Tο μαγνητικό πεδίο της γης. ~ μεσημβρινός* / χάρτης. Mαγνητική βελόνα, που στρέφεται προς το μαγνητικό βορρά και χρησιμοποιείται στις πυξίδες. || (μετεωρ.): Mαγνητική έγκλιση / απόκλιση / ανωμαλία / καταιγίδα. Mαγνητικές διαταραχές. || (τεχνολ., ιδ. για μαγνήτιση): ~ δίσκος. Mαγνητική ταινία, μαγνητοταινία. Mαγνητική εγγραφή, καταγραφή εικόνων ή ήχων σε ειδικό δίσκο ή ταινία. Mαγνητική κεφαλή. Mαγνητική τομογραφία*. 2. (μτφ.) που μαγνητίζει, προσελκύει δηλαδή έντονα τους άλλους: Mαγνητική προσωπικότητα.

[λόγ. μαγνήτ(ης) -ικός μτφρδ. γαλλ. magnétique (< αρχ. μαγνήτης) (πρβ. αρχ. Μαγνητικός `κάτοικος της Μαγνησίας΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες