Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαγκιόρος
1 εγγραφή
μαγκιόρος ο [mangóros] Ο18 θηλ. μαγκιόρα [mangóra] Ο25α : (λαϊκ.) έμπειρος ή ικανός άνθρωπος με ευελιξία στη συμπεριφορά του και αποτελεσματικότητα στις ενέργειές του· (πρβ. μάγκας2). || (ως επίθ.): Mαγκιόρα γυναίκα.

[(;)· μαγκιόρ(ος) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες