Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαγιόξυλο το [majóksilo] Ο41 : 1. κομμάτι από ξύλο στολισμένο με λουλούδια που περιφερόταν από παιδιά την παραμονή της Πρωτομαγιάς. 2. (οικ.) το πέος.
[Μάη(ς) -ο- + ξύλο με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (δες στο μαγιάτικος)]