Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαγιάτικος
1 εγγραφή
μαγιάτικος -η -ο [majátikos] Ε5 : 1. που έχει σχέση με το μήνα Mάιο και ιδίως που γίνεται κατά τη διάρκειά του: ~ γάμος. Mαγιάτικο λουλούδι. Mαγιάτικες βροχές. 2. (ως ουσ.) το μαγιάτικο: α. ονομασία ψαριού που το ψαρεύουν ιδίως κατά το Mάιο. β. χαρακτηρισμός λουλουδιών που ανθίζουν κατά τον ίδιο μήνα.

[Μά(ης) -ιάτικος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (τροπή [i > j] πριν από άλλο φων., σύγκρ. ιατρός > γιατρός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες