Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαγεύτρα
1 εγγραφή
μαγεύτρα η [majéftra] Ο25α : (λογοτ., συνήθ. ως επίθ.) αυτή που προσελκύει, γοητεύει: H ~ φύση / θάλασσα / αγκαλιά.

[λόγ. μαγεύ(ω)2 -τρα (πρβ. μσν. μαγεύτρια `μάγισσα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες