Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαγείρεμα
1 εγγραφή
μαγείρεμα το [majírema] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μαγειρεύω. 1α. παρασκευή φαγητού ή γενικά απασχόληση με αυτή την εργασία: Tο ~ του κρέατος / των λαχανικών. Όλη τη μέρα πλύσιμο, ~, σιδέρωμα· πού να της μείνει ελεύθερος χρόνος! β. ποσότητα υλικού που μαγειρεύεται και αρκεί για ορισμένα άτομα: Tο κρέας είναι πολύ· μπορεί να γίνει δύο μαγειρέματα. 2. (μτφ.) για μυστική ενέργεια, παραποίηση κτλ.: Προεκλογικά μαγειρέματα.

[ελνστ. μαγείρευμα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες