Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαγεία
1 εγγραφή
μαγεία η [majía] Ο25 : 1α. σύνολο από μυστικιστικές γνώσεις και ενέργειες με τη βοήθεια των οποίων ο άνθρωπος πιστεύει ότι προκαλεί τη δημιουργία φαινομένων, τα οποία δε συμβιβάζονται με τους φυσικούς νόμους ή την κοινή εμπειρία: Aσχολείται με τη ~. Πιστεύει στη ~. Στις πρωτόγονες κοινωνίες η ~ αντικαθιστά τη θρησκεία. (έκφρ.) μαύρη* ~. ANT λευκή* ~. β. τα μάγια: Xρησιμοποιεί μαγείες και μαγγανείες. ΦΡ ως διά μαγείας, ξαφνικά και με ανεξήγητο τρόπο. 2. (μτφ.) α. η σαγηνευτική επίδραση που ασκεί κτ. ωραίο ή μυστηριώδες και που προκαλεί μεγάλη ευχαρίστηση· γοητεία: H ~ της τέχνης / του ποιητικού λόγου. H ακατανίκητη ~ της ελευθερίας. β. για πράγμα ή γεγονός πολύ εντυπωσιακό ή ευχάριστο: Tο φεγγάρι απόψε είναι ~. Tο ταξίδι / οι διακοπές μας ήταν ~.

[λόγ.: 1: ελνστ. μαγεία, αρχ. σημ.: `θεολογία των Μάγων΄· 2: σημδ. γαλλ. magie (στη νέα σημ.) < ελνστ. μαγεία & σημδ. γαλλ. enchantement]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες