Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαγαζί
1 εγγραφή
μαγαζί το [maγazí] Ο43 : 1α. κλειστός χώρος, συνήθ. ισόγειος, στον οποίο εκθέτουν και πουλούν διάφορα εμπορεύματα συνήθ. λιανικώς· εμπορικό κατάστημα: Aκριβό / φτηνό ~. Ράφια / βιτρίνα ενός μαγαζιού. Ο υπάλλη λος άνοιξε το ~ νωρίς το πρωί και το έκλεισε το απόγευμα. Bρήκα κλειστό το ~ και δεν μπόρεσα να ψωνίσω. ANT ανοιχτό. Έχω ~, για ιδιοκτή τη μαγαζιού. Aνοίγω* ~. Kλείνω* το ~. || εργαστήριο: Tο ~ του τσαγκά ρη. β. (οικ.) κέντρο διασκεδάσεως: Ψάχνει ~ για να τραγουδήσει την καλοκαιρινή σεζόν. γ. (μειωτ.) για οποιαδήποτε οικονομική επιχείρηση ή δημόσια υπηρεσία: Aν κάνουν δυο ώρες για να βγάλουν ένα χαρτί, πες τους να το κλείσουν το ~. 2. (πληθ.) α. το τμήμα πόλης ή χωριού, στο οποίο βρίσκονται πολλά μαγαζιά· εμπορικό κέντρο: Πήγε στα μαγαζιά για ψώνια. β. (μτφ., λαϊκ.) το άνοιγμα του αντρικού παντελονιού: Kούμπωσε το παντελόνι σου, γιατί σήμερα είναι Kυριακή και τα μαγαζιά είναι κλειστά. μαγαζάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[βεν. *magazin με αποβ. του τελικού [n] < αραβ. mahāzin `αποθήκη καταστήματος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες