Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαίνομαι [ménome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) μανιάζω. α. βρίσκομαι σε έξαλλη κατάσταση: Όρμησε σαν μαινόμενος ταύρος. ~ εναντίον κάποιου, είμαι πολύ θυμωμένος μ΄ αυτόν. β. για κτ. που βρίσκεται σε ένταση, σε έξαρση: Mαίνεται η τρικυμία / η θύελλα / η πυρκαγιά.
[λόγ. < αρχ. μαίνομαι]