Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαΐστρα 1 η [maístra] Ο25α : (ναυτ.) μεγάλο τετράγωνο πανί ιστιοφόρου και το αντίστοιχο μεγάλο κατάρτι.
[μσν. μαΐστρα < βεν. *maistra (πρβ. ιταλ. maestro) & (albero di) maistra (δες στο άλμπουρο)]
- μαΐστρα 2 η : (λαϊκότρ.) γυναίκα που ξέρει να κάνει μάγια· (πρβ. μάγος1β).
[μσν. μαΐστρα < βεν. *maistra (πρβ. βεν. maistro `δάσκαλος΄)]
- μαϊστράλι το [maistráli] Ο44α : (λογοτ.) ο μαΐστρος.
[βεν. maistral -ι]