Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μίσθωμα
1 εγγραφή
μίσθωμα το [mísθoma] Ο49 : (νομ.) το αντίτιμο της μίσθωσης. || (για ακίνητο) ενοίκιο: Ετήσιο / μηνιαίο ~. Ο μισθωτής οφείλει να καταβάλλει το ~ την πρώτη κάθε μηνός.

[λόγ. < αρχ. μίσθωμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες