Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μίσθωμα το [mísθoma] Ο49 : (νομ.) το αντίτιμο της μίσθωσης. || (για ακίνητο) ενοίκιο: Ετήσιο / μηνιαίο ~. Ο μισθωτής οφείλει να καταβάλλει το ~ την πρώτη κάθε μηνός.
[λόγ. < αρχ. μίσθωμα]