Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μίσθιο
1 εγγραφή
μίσθιο το [mísθio] Ο40 : (νομ.) κάθε αγαθό, ιδίως ακίνητο, που γίνεται αντικείμενο μίσθωσης.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. μίσθιος `που παίρνει μισθό΄ (σφαλερή αλλ. της σημ.) σημδ. γαλλ. louage(;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες