Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μίζερος
1 εγγραφή
μίζερος -η -ο [mízeros] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από μιζέρια1, από φτώχεια και κακομοιριά: Mίζερη ζωή / εμφάνιση. α. (για πρόσ.) που τίποτα δεν του αρέσει, που από τίποτα δεν είναι ευχαριστημένος: Mίζερο παιδί, κανένα φαγητό δεν του αρέσει. Είναι ~, πουθενά δεν περνάει καλά. || (ως ουσ.): Δεν τους πάω τους μίζερους και τους ιδιότροπους. β. (σπάν., για πργ.) που είναι ελλιπής ή ανεπαρκής από άποψη ποιότητας ή και ποσότητας: Mίζερο φαγηγό. ~ μισθός. μίζερα ΕΠIΡΡ.

[ιταλ. misero ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες