Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μίζερος -η -ο [mízeros] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από μιζέρια1, από φτώχεια και κακομοιριά: Mίζερη ζωή / εμφάνιση. α. (για πρόσ.) που τίποτα δεν του αρέσει, που από τίποτα δεν είναι ευχαριστημένος: Mίζερο παιδί, κανένα φαγητό δεν του αρέσει. Είναι ~, πουθενά δεν περνάει καλά. || (ως ουσ.): Δεν τους πάω τους μίζερους και τους ιδιότροπους. β. (σπάν., για πργ.) που είναι ελλιπής ή ανεπαρκής από άποψη ποιότητας ή και ποσότητας: Mίζερο φαγηγό. ~ μισθός.
μίζερα ΕΠIΡΡ. [ιταλ. misero -ς]