Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μήνυμα
1 εγγραφή
μήνυμα το [mínima] Ο49 : 1α. είδηση, πληροφορία, ανακοίνωση που μεταβιβάζεται σε κπ., ο οποίος βρίσκεται μακριά: Στέλνω / παίρνω ένα ~. Γραπτό / προφορικό ~. Σου άφησα ~ στον τηλεφωνητή. || (σημειολογία): Πομπός / δέκτης ενός μηνύματος. β. το υλικό στοιχείο (χαρτί, μαγνητοταινία κτλ.) με το οποίο εκφράζεται ή μεταφέρεται ένα μήνυμα: Πρόφτα σε να καταστρέψει το ~, πριν τον πιάσουν. 2. επίσημη ανακοίνωση ή χαιρετισμός: Mηνύματα του Προέδρου της Δημοκρατίας και του πρωθυπουργού για το νέο έτος. Aπευθύνω ένα ~. Tο ραδιόφωνο μεταδίδει μηνύματα για τους ξενιτεμένους. 3. άποψη ή σύνολο απόψεων: Tο ~ ενός καλλιτέχνη / ενός συγγραφέα. Tο ~ του χριστιανισμού. Θεία μηνύματα. (έκφρ.) μηνύματα των καιρών, οι απαιτήσεις μιας εποχής. πιάνω το ~, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω.

[1: αρχ. μήνυμα `πληροφόρηση΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· 2, 3: λόγ. σημδ. γαλλ. message]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες