Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μήκων
1 εγγραφή
μήκων η [míkon] Ο : (λόγ., βοτ.) παπαρούνα: ~ η υπνοφόρος, το φυτό από το οποίο παράγεται το όπιο.

[λόγ. < αρχ. μήκων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες