Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μέτοικος
1 εγγραφή
μέτοικος ο [métikos] Ο20α : 1. (ιστ.) ξένος που ήταν μόνιμα εγκατεστημένος σε αρχαία ελληνική πόλη, ιδίως στην Aθήνα, και δεν είχε πλήρη πολιτικά δικαιώματα: Οι κάτοικοι της αρχαίας Aθήνας χωρίζονταν σε ελεύθερους πολίτες, μετοίκους και δούλους. 2. μετανάστης.

[λόγ. < αρχ. μέτοικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες