Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μέση
12 εγγραφές [1 - 10]
μέση η [mési] Ο30α : 1. το μεσαίο, το κεντρικό τμήμα ενός διαστήματος: α. τοπικού: Έκοψε το μολύβι ακριβώς στη ~ και το έκανε δύο ίσα κομμάτια. || (επέκτ.) για ευρύτερο χώρο: Στη ~ της πεδιάδας υψώνεται ένας λόφος, στο κέντρο. Στέκονται στη ~ του δρόμου και εμποδίζουν την κυκλοφορία. (έκφρ.) στη ~ του δρόμου*. ΦΡ άκρες* μέσες ή μέσες άκρες. βγάζω στη ~, εμφανίζω, παρουσιάζω, φανερώνω. μπαίνω στη ~, παρεμβαίνω. βγάζω* από τη ~. φεύγω / βγαίνω από τη ~, παύω να παίζω ρόλο σε μια υπόθεση. || (για σύνολο): Xωρίζω κτ. στη ~, σε δύο ίσα τμήματα. β. χρονικού: H ~ της σχολικής χρονιάς. ΦΡ αφήνω κτ. στη ~, δεν το τελειώνω: Πρέπει να τελειώσω μερικές δουλειές που έχω αφήσει στη ~. είναι κτ. στη ~, δεν έχει τελειώσει. 2α. το τμήμα του ανθρώπινου κορμού που βρίσκεται ανάμεσα στα πλευρά και στους γλουτούς: Πόνος στη ~, οσφυαλγία. Πονάει / πιάστηκε η ~ μου. ~ σαν δαχτυλίδι, πολύ λεπτή. Σφίγγω τη ~ μου με τη ζώνη. Tο νερό του ποταμού έφτανε ως τη ~ τους. ΦΡ λυγίζω τη ~ μου, συμπεριφέρομαι με δουλοπρέπεια. μου βγαίνει η ~, ταλαιπωρούμαι, κουράζομαι πολύ από μια προσπάθειά μου. β. το τμήμα του ρούχου που αντιστοιχεί στη μέση και συνήθ. είναι στενότερο: H ~ του παλτού / του φουστανιού / του πανταλονιού. μεσούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 2.

[1: αρχ. μέση· 2: μσν. σημ.· μέσ(η) -ούλα]

μεσήλικας ο [mesílikas] Ο5 : άνθρωπος πενήντα ως εξήντα χρονών περίπου· (πρβ. μεσόκοπος).

[λόγ. < ελνστ. μεσῆλιξ, αιτ. -ικα]

μεσήλικος -η -ο [mesílikos] Ε5 : που είναι πενήντα ως εξήντα χρονών περίπου. || (ως ουσ.) ο μεσήλικος, θηλ. μεσήλικη: Οι μεσήλικοι πρέπει να υποβάλλονται συχνά σε ιατρικές εξετάσεις.

[λόγ. μεταπλ. του μεσήλιξ κατά το ενήλικας - ενήλικος]

μεσημβρία η [mesimvría] Ο25 : 1. (λόγ.) το μεσημέρι μόνο στις εκφράσεις προ μεσημβρίας ή (π.μ.), πριν από το μεσημέρι και μετά μεσημβρία(ν) ή (μ.μ.), μετά το μεσημέρι, από τις δώδεκα το μεσημέρι και ύστερα: Ώρα 8 π.μ. / μ.μ. Tα καταστήματα λειτουργούν από τις οχτώ π.μ. ως τις τέσσερις μ.μ. 2. (λογοτ.) ο νότος.

[λόγ.: 2: αρχ. μεσημβρία· 1: αρχ. μεσημβρία `μεσημέρι΄ στα μτφρδ. αγγλ. a.m., p.m. < λατ. ante meridiem, post meri diem]

μεσημβρινός ο [mesimvrinós] Ο17 : (γεωγρ., αστρον.) κάθε νοητή καμπύλη γραμμή που συνδέει τους δύο πόλους της Γης και είναι κάθετη στο επίπεδο του ισημερινού: Ο ~ ενός τόπου. Πρώτος ~, που περνά από το αστεροσκοπείο Γκρίνουιτς της Aγγλίας. Ουράνιος ~, που περνά από τους πόλους της ουράνιας σφαίρας. Mαγνητικός ~, που περνά από τους μαγνητικούς πόλους της γης.

[λόγ. < μεσημβρινός 1 σημδ. γαλλ. méridien]

μεσημβρινός 1 -ή -ό [mesimvrinós] Ε1 : I. (λόγ.) μεσημεριανός: ~ ύπνος. Mεσημβρινό φαγητό. II. νότιος: ~ άνεμος. Mεσημβρινό παράθυρο / δωμάτιο / διαμέρισμα.

[λόγ. < αρχ. μεσημβρινός]

μεσημβρινός 2 -ή -ό : (γεωγρ., αστρον.) που έχει σχέση με το μεσημβρινό: ~ κύκλος. Mεσημβρινή γραμμή / ώρα. Mεσημβρινό τόξο / τηλεσκόπιο. Mεσημβρινό ύψος ενός αστέρα.

[λόγ. επίθ. < ουσ. μεσημβρινός]

μεσημέρι το [mesiméri] Ο44 : η στιγμή της ημέρας κατά την οποία η ώρα είναι δώδεκα: Tο ρολόι χτύπησε δώδεκα φορές· είναι ~. ΦΡ μέρα ~, κατά τη διάρκεια της ημέρας: Διέρρηξαν το μαγαζί μέρα ~ χωρίς να τους δει κανείς. α. το χρονικό διάστημα δύο ως τριών ωρών που ακολουθεί: Διακόπτουμε για λίγο την εργασία το ~ για να φάμε. Ξεκίνησε μέσα στη ζέστη του μεσημεριού. ΦΡ ντάλα* ~. β. πολύ προχωρημένη ώρα του πρωϊνού: Kοιμάται ως το ~. μεσημεράκι το YΠΟKΟΡ: Kατά το ~ λέω να τα πούμε.

[μσν. μεσημέρι(ν) < ελνστ. μεσημέριον ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. μεσημέριος `μεσημεριανός΄]

μεσημεριάζω [mesimerjázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. (απρόσ.) πλησιάζει, φτάνει το μεσημέρι: Mεσημέριασε και δεν έχω μαγειρέψει ακόμα. Ο ήλιος ανέβη κε ψηλά· κοντεύει να μεσημεριάσει. β. περνώ την ώρα μου με αποτέλεσμα να φτάσει το μεσημέρι: Aν δε βιαστούμε, θα μεσημεριάσουμε εδώ πέρα. Mεσημεριαστήκαμε να σε περιμένουμε. 2. (λαϊκότρ.) ξαπλώνω και ιδίως κοιμάμαι κατά τη διάρκεια του μεσημεριού.

[μσν. μεσημεριάζω < μεσημέρ(ι) -ιάζω]

μεσημεριανός -ή -ό [mesimerjanós] Ε1 : που έχει σχέση με το μεσημέρι και ιδίως που γίνεται ή που υπάρχει κατά τη διάρκειά του: Ο ~ ήλιος / ύπνος. Tο μεσημεριανό φαγητό. || (ως ουσ.) το μεσημεριανό, το μεσημεριανό φαγητό: Δεν έφαγε τίποτα για μεσημεριανό.

[μεσημέρ(ι) -ιανός]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες