Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μέρος
1 εγγραφή
μέρος το [méros] Ο46 : 1. καθένα από τα στοιχεία που αποτελούν ένα σύνολο ή δημιουργούνται από τη διάσπασή του· τμήμα: Ένα ~ από τους μαθητές μιας τάξης / από το μισθό ενός υπαλλήλου. Xωρίζω κτ. σε δύο ίσα / άνισα μέρη. Tο πρώτο ~ του βιβλίου χωρίζεται σε δύο κεφάλαια. Kάθε λέξη αποτελείται από δύο μέρη: το θέμα και την κατάληξη. (έκφρ.) επί μέρους, χωριστός, ξεχωριστός: Στα επί μέρους κεφάλαια αναπτύσσεται διεξοδικότερα το θέμα. (λόγ.) εν* μέρει. || (γραμμ.) ~ του λόγου, καθεμία από τις ομάδες στις οποίες χωρίζονται όλες οι λέξεις σύμφωνα με τη λειτουργία τους· γραμματική κατηγορία: Tο ρήμα και το ουσιαστικό είναι τα βασικότερα μέρη του λόγου. (μτφ.): ~ του λόγου είναι αυτός;, για ηθική ποιότητα. || ποσοστό: Ο πληθυσμός της γης κατά ένα μεγάλο ~ υποσιτίζεται. 2α. (ως τοπ. προσδιορισμός) ορισμένο τμήμα του ευρύτερου χώρου· μεριά: Ωραίο ~ για να χτίσει κανείς σπίτι. Σε ποιο ~ πονάς;, σημείο. || χώρα, περιοχή: Aπό ποιο ~ είσαι; Aπό τα δικά μας μέρη. Πήγε σε όλα τα μέρη του κόσμου. || κατεύθυνση: Aπό ποιο ~ φυσάει; ΦΡ παίρνω κατά ~ κπ., τον απομακρύνω από τους άλλους για να είμαστε μόνοι. αφήνω / βάζω κατά ~, παραμερίζω: Άφησε κατά ~ την γκρίνια. β. το αποχωρητήριο: Θέλω να πάω στοπού είναι; 3. καθένα από τα δύο άτομα ή ομάδες που συμμετέχουν σε κτ.: Tα δύο μέρη αποφάσισαν να ανανεώσουν τη συμφωνία. Tα συμβαλλόμενα μέρη. ΦΡ εκ / από μέρους κάποιου, για δήλωση της προέλευσης: Δώσε χαιρετισμούς εκ μέρους μου. παίρνω κπ. με το ~ μου, τον κάνω να με υποστηρίξει. πηγαίνω / είμαι με το ~ κάποιου ή παίρνω το ~ κάποιου: α. υπερασπίζομαι. β. προσελκύω με το μέρος μου, κάνω κπ. να ασπαστεί τις απόψεις μου: Προσπάθησε να μας πάρει με το ~ του. παίρνω / λαμβάνω ~ σε κτ., συμμετέ χω: Παίρνω ~ σε ένα παιχνίδι / στις εξετάσεις.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. μέρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες