Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μέραρχος ο [mérarxos] Ο19 : (στρατ.) ανώτατος αξιωματικός, συνήθ. με βαθμό υποστρατήγου, διοικητής μιας μεραρχίας.
[λόγ. < ελνστ. μεράρχης με μεταπλ. κατά το ναύαρχος]