Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μέλλει [méli] & μέλλεται [mélete] Ρ (στο γ' πρόσ., μόνο στο ενεστ. θ.) : πρόκειται να
: Ποιος να το φανταστεί τότε ότι εκείνο το χωριατόπαιδο έμελλε να γίνει πρωθυπουργός! Ποιος ξέρει τι μου μέλλεται να πάθω ακόμα! Tι ~ γενέσθαι;, τι πρόκειται να γίνει;
[αρχ. μέλλει γ' εν. του ρ. μέλλω `σκοπεύω να, πρόκειται να΄, μσν. μέλλεται (αρχ. σημ.: `καθυστερεί΄)]