Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μέλλει
1 εγγραφή
μέλλει [méli] & μέλλεται [mélete] Ρ (στο γ' πρόσ., μόνο στο ενεστ. θ.) : πρόκειται να…: Ποιος να το φανταστεί τότε ότι εκείνο το χωριατόπαιδο έμελλε να γίνει πρωθυπουργός! Ποιος ξέρει τι μου μέλλεται να πάθω ακόμα! Tι ~ γενέσθαι;, τι πρόκειται να γίνει;

[αρχ. μέλλει γ' εν. του ρ. μέλλω `σκοπεύω να, πρόκειται να΄, μσν. μέλλεται (αρχ. σημ.: `καθυστερεί΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες