Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μέλαθρο
1 εγγραφή
μέλαθρο το [mélaθro] Ο40 : το αχαϊκό ανάκτορο και ιδίως η κεντρική του αίθουσα· (πρβ. μέγαρο).

[λόγ. < αρχ. μέλαθρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες