Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μέθη η [méθi] Ο30 (χωρίς πληθ.) : 1. προσωρινή διαταραχή της λειτουργίας του νευρικού συστήματος λόγω υπερβολικής χρήσης οινοπνευματωδών ποτών· μεθύσι: Tο ατύχημα αποδίδεται στο γεγονός ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου βρισκόταν σε κατάσταση μέθης. || H ~ του βυθού / των δυτών, αίσθημα ευφορίας ή, αντίθετα, ανησυχίας που μπορεί να εμφανιστεί σε δύτες, σε βάθη άνω των τριάντα μέτρων. 2. (μτφ.) έντονη συναισθηματική κατάσταση ενθουσιασμού, ευφορίας: H ~ του θριάμβου. H ~ της επιτυχίας / της νίκης / της εξουσίας / της ηδονής. Στη ~ της μάχης. Ερωτική ~.
[λόγ. < αρχ. μέθη]