Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μέγαιρα
1 εγγραφή
μέγαιρα η [méjera] Ο27α : πολύ κακή ή δύστροπη γυναίκα· (πρβ. στρίγκλα): H σπιτονοικοκυρά του, μια γριά ~, δεν ανεχόταν ούτε μιας μέρας καθυστέρηση στο νοίκι.

[λόγ. < αρχ. Mέγαιρα (μία από τις Ερινύες) σημδ. γαλλ. mégère (στη νέα σημ.) < λατ. Megaera < αρχ. Μέγαιρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες