Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μάχομαι [máxome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : 1. πολεμώ: Ο στρατός μάχεται ηρωικά εναντίον του εχθρού. Πέφτει κάποιος μαχόμενος. || Λαοί που μάχονται για την εθνική τους ανεξαρτησία. 2α. καταπολεμώ κτ.: H εκκλησία μάχεται την αθεΐα. β. κάνω μεγάλες προσπάθειες· αγωνίζομαι: H ιατρική μάχεται για τη θεραπεία του καρκίνου. || (μπε.) που χαρακτηρίζεται από δράση: Mαχόμενη δημοσιογραφία. Mαχόμενη δικηγορία, που ασκείται στα δικαστήρια.
[λόγ. < αρχ. μάχομαι]