Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μάχιμος -η -ο [máximos] Ε5 : (ιδ. για πρόσ.) που είναι κατάλληλος για να συμμετέχει άμεσα: α. (στρατ.) σε μάχη ή γενικά σε πολεμική επιχείρηση: Mάχιμο στρατιωτικό σώμα, όπλο1δ. ~ αξιωματικός, που ανήκει σε μάχιμο σώμα. ~ στρατιώτης και ως ουσ. ο μάχιμος, ικανός από σωματική και πνευματική άποψη· (πρβ. βοηθητικός). β. (μτφ.) σε οποιαδήποτε προσπάθεια, δραστηριότητα, ιδίως ομαδική: Είναι ογδόντα χρονών αλλά παραμένει ~.
[λόγ. < αρχ. μάχιμος]