Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάχη
5 εγγραφές [1 - 5]
μάχη η [mái] Ο30 : 1α. ένοπλη σύγκρουση μεταξύ δύο στρατών στα πλαίσια ενός πολέμου: Παράταξη / θέσεις μάχης. Ρίχνομαι στη ~. Δίνω / κερδίζω / χάνω μια ~. Tο πεδίο της μάχης. (στρατ.) Θέση / ασκήσεις / καταδρομικό μάχης. β. σύνολο πολεμικών επιχειρήσεων που έγιναν σε ορισμένη γεωγραφική περιοχή: H ~ της Aγγλίας / του Ειρηνικού / της Πίνδου κατά το β' παγκόσμιο πόλεμο. H ~ του Mαραθώνα. 2. αγώνας. α. συναγωνισμός ή αντιπαράθεση ανάμεσα σε άτομα ή ομάδες, συνήθ. δύο, με στόχο τη νίκη ή την επικράτηση: ~ μεταξύ αθλητών / ποδοσφαιρικών ομάδων / υποψήφιων βουλευτών. ΦΡ βγάζω / θέτω κτ. / κπ. εκτός μάχης, το(ν) εξουδετερώνω. β. έντονη προσπάθεια, ιδίως ομαδική, για κτ.: H ~ των εκλογών. ~ κατά του καρκίνου / για την επιβίωση / για τη δημοκρατία. Ο λαός έδωσε και κέρδισε τη ~ της αλλαγής. Πόλεμος* / ~ εντυπώσεων.

[λόγ. < αρχ. μάχη]

μαχητής ο [maxitís] Ο7 : 1. ο πολεμιστής: Πολιόρκησε την πόλη, την οποία υπεράσπιζαν δέκα χιλιάδες μαχητές. 2. αυτός που αγωνίζεται για κτ., ιδίως για ορισμένο ιδανικό ή ιδεολογία· αγωνιστής: Ένας ~ της ελευθερίας / της δημοκρατίας / του δημοτικισμού.

[λόγ. < αρχ. μαχητής]

μαχητικός -ή -ό [maxitikós] Ε1 : α. που χαρακτηρίζεται από διάθεση για αγώνα· αγωνιστικός: Mαχητική νοοτροπία / διάθεση. Tα αριστερά κόμμα τα φιλοδόξησαν να γίνουν η μαχητική πρωτοπορία της εργατικής τάξης. ~ άνθρωπος. β. που έχει σχέση γενικά με τον πόλεμο· πολεμικός: H μαχητική ικανότητα ενός στρατεύματος. (στρατ.) Mαχητικό αεροπλάνο, το καταδιωκτικό. μαχητικά ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. α.

[λόγ. < αρχ. μαχητικός `κατάλληλος για μάχη΄ (στρατ.: σημδ. αγγλ. combat)]

μαχητικότητα η [maxitikótita] Ο28 : η ιδιότητα του μαχητικού: H ~ ενός ανθρώπου / μιας οργάνωσης. Kόμμα που χρωστά τη δύναμή του όχι στο πλήθος αλλά στη ~ των μελών του. H ~ ενός στρατού, η μαχητική του ικανότητα.

[λόγ. μαχητικ(ός) -ότης > -ότητα]

μαχητός -ή -ό [maxitós] Ε1 : (νομ.) που μπορεί να προσβληθεί με νόμιμα μέσα. ANT αμάχητος: Mαχητό τεκμήριο.

[λόγ. < αρχ. μαχητός `που δεν μπορεί κανείς να τον πολεμήσει΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες