Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάστερ
1 εγγραφή
μάστερ το [máster] Ο (άκλ.) : δίπλωμα μεταπτυχιακών σπουδών, ιδιαίτερα όταν προέρχεται από αγγλόφωνες χώρες.

[λόγ. < αγγλ. master of arts]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες