Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μάσημα το [másima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μασώ· μάσηση.
[μσν. μάσημα < μαση- (μασώ) -μα (διαφ. το αρχ. μάσημα `αντικείμενο για μασούλημα΄)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μσν. μάσημα < μαση- (μασώ) -μα (διαφ. το αρχ. μάσημα `αντικείμενο για μασούλημα΄)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |