Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάρτυς
1 εγγραφή
μάρτυς ο [mártis] Ο γεν. μάρτυρος : (λόγ.) ο μάρτυρας 1: Tι ξέρετε για την υπόθεση, κύριε ~; (έκφρ.) (είναι) ~ μου ο Θεός, ως βεβαίωση ότι αυτά που λέω είναι αληθινά.

[λόγ. < αρχ. μάρτυς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες