Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μάρμαρο το [mármaro] Ο42 : σκληρό κρυσταλλικό πέτρωμα που χρησιμοποιείται στη γλυπτική και στην οικοδομική: Λατομείο / κατεργασία μαρμάρου. Άσπρο / χρωματιστό ~. Άγαλμα / κολόνα από ~. Άσπρος / λείος / κρύος σαν ~. ΦΡ στήθος ~, για γερό αντρικό στήθος. || (επέκτ.) για μαρμάρινο έργο τέχνης: Tα ελγίνεια* μάρμαρα. || (μτφ., για πρόσ.): Έμεινε ~, μαρμάρωσε.
[ελνστ. μάρμαρον τό < αρχ. μάρμαρος ὁ]
- μαρμαροθέτημα το [marmaroθétima] Ο49 : 1. επιφάνεια τοίχου ή δαπέδου που έχει διακοσμητικά σχέδια καμωμένα με μαρμάρινες πλάκες. 2. (λόγ.) μωσαϊκό.
[λόγ. μάρμαρ(ον) -ο- + -θέτημα < -θετ(ώ) -ημα]
- μαρμαροκονίαμα το [marmarokoníama] Ο49 : κονίαμα που, αντί για άμμο, περιέχει μαρμαρόσκονη.
[λόγ. μάρμαρ(ον) -ο- + κονίαμα (πρβ. ελνστ. μαρμαροκονία)]
- μαρμαρόσκονη η [marmaróskoni] Ο32 : σκόνη από μάρμαρο που χρησιμοποιείται ιδίως ως οικοδομικό υλικό: Παραγωγή μαρμαρόσκονης.
[μάρμαρ(ο) -ο- + σκόνη]
- μαρμαρόστρωση η [marmaróstrosi] Ο33 : κάλυψη μιας επιφάνειας με μαρμάρινες πλάκες. || η σχετική κατασκευή.
[λόγ. μάρμαρ(ον) -ο- + στρώ σ(ις) -ση]