Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μάρκο το [márko] Ο39 : η νομισματική μονάδα της Γερμανίας: Aνεβαίνει / πέφτει η τιμή του μάρκου. Kέρμα ενός μάρκου. Xαρτονόμισμα πέντε / δέκα / πενήντα / εκατό μάρκων. || η νομισματική μονάδα της Φινλανδίας: Φινλανδικό ~.
[ιταλ. marco (αρσ.) < γερμ. Mark (θηλ.)]
- μαρκόνης ο [markónis] Ο11 : (ναυτ.) ο ασυρματιστής.
[αγγλ. marconi `στέλνω μήνυμα με τον ασύρματο΄ -ς < ανθρωπων. Marconi (Ιταλός μηχανικός και εφευρέτης)]
- μαρκούτσι το [markútsi] Ο44 : 1. ο σωλήνας του ναργιλέ από τον οποίο περνάει ο καπνός: Έβαλε το ~ στο στόμα του και τράβηξε μια ρουφηξιά. 2. (μτφ., οικ.) για κάθε μακρουλό αντικείμενο, ιδίως εξάρτημα: Δε θέλω μικρόφωνο· πάρε αυτό το ~ από μπροστά μου.
[τουρκ. marpuç (από τα περσ.), διαλεκτ. markuç -ι]