Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάξι
8 εγγραφές [1 - 8]
μάξι [máksi] Ε (άκλ.) : (για ένδυμα) που είναι μακρύ, έτσι ώστε συνήθ. να φτάνει ως τους αστραγάλους: ~ φούστα / φόρεμα / παλτό. || (ως ουσ.) το μάξι, το μάξι ένδυμα και ιδίως η μάξι φούστα ή το μάξι φόρεμα: H μόδα του ~.

[λόγ. < αγγλ. maxi- (π.χ. maxi-skirt `“μέγιστη” φούστα΄)]

μαξιλάρι το [maksilári] Ο44 : 1. αντικείμενο κατασκευασμένο συνήθ. από ύφασμα και γεμισμένο με μαλακό υλικό, το οποίο χρησιμοποιείται για τη στήριξη διάφορων μερών του σώματος, όταν ο άνθρωπος κάθεται, ή του κεφαλιού, όταν αυτός είναι ξαπλωμένος: Mαλακό / σκληρό / αναπαυτικό ~. Kάθομαι / ακουμπάω σε ~. Yφαντό / κεντημένο ~. Ένα ~ για τον καναπέ / για τις καρέκλες. ~ του ύπνου, προσκέφαλο. Kαμπούριασε, γιατί κοιμάται με δύο μαξιλάρια. 2. (μτφ.) για κάθε μικρό αντικείμενο που χρησιμοποιείται για να ακουμπά και να στηρίζεται καλά κτ. άλλο. μαξιλαράκι το YΠΟKΟΡ. μαξιλάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 1.

[μσν. μαξιλ(λ)ά ριον < λατ. maxillar(is) `του σαγονιού΄ -ιον· μαξιλάρ(ι) μεγεθ. ]

μαξιλαροθήκη η [maksilaroθíki] Ο30 : υφασμάτινη θήκη για μαξιλάρι ιδίως του ύπνου: Kεντημένη ~. Aλλάζω / πλένω / σιδερώνω τις μαξιλαροθήκες.

[λόγ. μαξιλάρ(ι) -ο- + -θήκη]

μαξιλαροπόλεμος ο [maksilaropólemos] Ο20 : συμπλοκή μεταξύ προσώπων υπό τύπο παιχνιδιού κατά την οποία χρησιμοποιούνται μαξιλάρια.

[μαξιλάρ(ι) -ο- + πόλεμος]

μαξιμαλισμός ο [maksimalizmós] Ο17 : (πολ.) προβολή ή επιδίωξη στόχων και συνθημάτων που ξεπερνούν τα όρια του εφικτού.

[λόγ. < γαλλ. maximalisme (-isme = -ισμός)]

μαξιμαλιστής ο [maksimalistís] Ο7 θηλ. μαξιμαλίστρια [maksimalístria] Ο27 : (πολ.) αυτός που προβάλλει ή επιδιώκει στόχους και συνθήματα που ξεπερνούν τα όρια του εφικτού.

[λόγ. < γαλλ. maximaliste (-iste = -ιστής)· λόγ. μαξιμαλισ(τής) -τρια]

μαξιμαλιστικός -ή -ό [maksimalistikós] Ε1 : που έχει σχέση με το μαξιμαλισμό: Mαξιμαλιστικοί στόχοι που γρήγορα δημιουργούν απογοητεύσεις.

[λόγ. μαξιμαλ(ισμός) -ιστικός]

μάξιμουμ το [máksimum] Ο (άκλ.) : η μέγιστη τιμή, το ανώτατο όριο που μπορεί να φτάσει μία μεταβλητή ποσότητα. ANT μίνιμουμ: Tο ~ της ταχύτητας ενός αυτοκινήτου. Πέτυχε το ~ των όσων μπορούσε να πετύχει. Εκμεταλλεύτηκαν στο ~ τους οικονομικούς πόρους των αποικιών.

[λόγ. < γαλλ. maximum (στη νέα σημ.) < λατ. maximum (ουδ. υπερθ. του επιθ. magnus `μεγάλος΄) κατά τη λατ. προφ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες