Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μάννα το [mána] Ο (άκλ.) : η τροφή που έριχνε ο Θεός από τον ουρανό στους Εβραίους, όταν αυτοί περιπλανιόνταν στην έρημο. ΦΡ αντί του ~ χολή, για ανταπόδοση του καλού με κακό. σαν το ~ εξ ουρανού, για αγαθό που το αποκτούμε ανέλπιστα τη στιγμή που το χρειαζόμαστε ή χωρίς καμία προσπάθεια.
[λόγ. < ελνστ. μάννα < εβρ. mān με επίδρ. του αρχ. μάννα `σκόνη, κόκκος΄]