Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάννα
1 εγγραφή
μάννα το [mána] Ο (άκλ.) : η τροφή που έριχνε ο Θεός από τον ουρανό στους Εβραίους, όταν αυτοί περιπλανιόνταν στην έρημο. ΦΡ αντί του ~ χολή, για ανταπόδοση του καλού με κακό. σαν το ~ εξ ουρανού, για αγαθό που το αποκτούμε ανέλπιστα τη στιγμή που το χρειαζόμαστε ή χωρίς καμία προσπάθεια.

[λόγ. < ελνστ. μάννα < εβρ. mān με επίδρ. του αρχ. μάννα `σκόνη, κόκκος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες