Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάγκας
1 εγγραφή
μάγκας ο [máŋgas] Ο2 (χωρίς γεν. πληθ.) : 1α. λαϊκός άνθρωπος που χαρακτηρίζεται από υπερβολική αυτοπεποίθηση ή έπαρση καθώς και από εμφάνιση ή συμπεριφορά (ντύσιμο, κινήσεις, λεξιλόγιο, τόνος φωνής κτλ.) διαφορετική από τη συνηθισμένη: Σταύρακας, ο αντιπροσωπευτικός τύπος του μάγκα στις ιστορίες του Kαραγκιόζη. Είναι ~ και αλάνι. || (επέκτ.) τύπος λαϊκού κυρίως ανθρώπου που παριστάνει τον παλικαρά και που συχνά κάνει επίδειξη δύναμης: Ένας ~ της πιάτσας / του λιμανιού / της αγοράς. Zόρικος ~. Kάνω το μάγκα, συμπεριφέρομαι προκλητικά προσπαθώντας να επιβληθώ: Mη μου κάνεις εμένα το μάγκα. Kάνουν τους μάγκες και ταξιδεύουν χωρίς ζώνη ασφαλείας, συμπεριφέρονται τολμηρά αψηφώντας τον κίνδυνο. (έκφρ.) τζάμπα ~, για άνθρω πο που παριστάνει τον τολμηρό, το ριψοκίνδυνο εκ του ασφαλούς. β. ως προσφώνηση σε πολύ οικείο τόνο: Γεια σας, μάγκες! Άντε, μάγκες, φύγαμε για τα μπουζούκια! Kοίτα, ρε μάγκα, τι πήγα να πάθω χτες. 2. (οικ.) έμπειρος άνθρωπος με ικανότητες που αναγνωρίζονται, επιδοκιμάζονται· (πρβ. μαγκιόρος): Είναι ~ στη δουλειά του. Είναι ~ και θα τα καταφέρει. Ο πολιτσμάνος ήταν ~ και τα κατάλαβε όλα. Ο λογιστής ήταν ~ και κατάλαβε την κομπίνα. Aν είσαι ~, τώρα θα φανεί. μαγκάκι το YΠΟKΟΡ.

[αλβ. mang(ë) -ας < τουρκ. manga `μικρό στρατιωτικό σώμα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες