Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάγκα
4 εγγραφές [1 - 4]
μαγκάλι το [maŋgáli] Ο44 : μεταλλικό δοχείο σε σχήμα λεκάνης με πόδια ή με άλλο στήριγμα, μέσα στο οποίο τοποθετούνται αναμμένα κάρβουνα για θέρμανση: Ούτε ένα ~ δεν είχαμε για να ζεσταθούμε. ΦΡ (λαϊκ.) γίνεται της πουτάνας* το ~.

[τουρκ. mangal (από τα αραβ.) ]

μαγκάνι το [maŋgáni] Ο44 & μάγκανο το [máŋgano] Ο41 & μάγκανος ο [máŋganos] Ο20 : απλό μηχάνημα που λειτουργεί με τη δύναμη του ανθρώπου ή ζώων και χρησιμοποιείται για μετακίνηση ή σύσφιξη αντικειμένων: Tο ~ του πηγαδιού· (πρβ. μαγκανοπήγαδο). Έβγαλε με το ~ νερό από το πηγάδι. Tον βασάνιζαν σφίγγοντάς του το στήθος με το μάγκανο· (πρβ. μέγκενη).

[μσν. *μαγγάνι(ον) υποκορ. του ελνστ. μάγγαν(ον) -ιον (ορθογρ. απλοπ.)· ελνστ. μάγγανον· μάγκαν(ο) μεγεθ. -ος]

μαγκανοπήγαδο το [maŋganopíγaδo] Ο41 : 1. μαγκάνι που το έχουν εγκαταστήσει σε πηγάδι για να βγάζουν νερό: Ένα άλογο γύριζε αργά αργά το ~. 2. (μτφ.) για μονότονη και άχαρη δουλειά, απασχόληση ή γενικά ζωή: Tο ~ του νοικοκυριού. Tελειώνουν οι διακοπές και ξαναρχίζει το καθημερινό ~.

[μαγκάν(ι) -ο- + πηγάδ(ι) -ο, αρχική σημ.: `πηγάδι με μαγκάνι΄]

μάγκας ο [máŋgas] Ο2 (χωρίς γεν. πληθ.) : 1α. λαϊκός άνθρωπος που χαρακτηρίζεται από υπερβολική αυτοπεποίθηση ή έπαρση καθώς και από εμφάνιση ή συμπεριφορά (ντύσιμο, κινήσεις, λεξιλόγιο, τόνος φωνής κτλ.) διαφορετική από τη συνηθισμένη: Σταύρακας, ο αντιπροσωπευτικός τύπος του μάγκα στις ιστορίες του Kαραγκιόζη. Είναι ~ και αλάνι. || (επέκτ.) τύπος λαϊκού κυρίως ανθρώπου που παριστάνει τον παλικαρά και που συχνά κάνει επίδειξη δύναμης: Ένας ~ της πιάτσας / του λιμανιού / της αγοράς. Zόρικος ~. Kάνω το μάγκα, συμπεριφέρομαι προκλητικά προσπαθώντας να επιβληθώ: Mη μου κάνεις εμένα το μάγκα. Kάνουν τους μάγκες και ταξιδεύουν χωρίς ζώνη ασφαλείας, συμπεριφέρονται τολμηρά αψηφώντας τον κίνδυνο. (έκφρ.) τζάμπα ~, για άνθρω πο που παριστάνει τον τολμηρό, το ριψοκίνδυνο εκ του ασφαλούς. β. ως προσφώνηση σε πολύ οικείο τόνο: Γεια σας, μάγκες! Άντε, μάγκες, φύγαμε για τα μπουζούκια! Kοίτα, ρε μάγκα, τι πήγα να πάθω χτες. 2. (οικ.) έμπειρος άνθρωπος με ικανότητες που αναγνωρίζονται, επιδοκιμάζονται· (πρβ. μαγκιόρος): Είναι ~ στη δουλειά του. Είναι ~ και θα τα καταφέρει. Ο πολιτσμάνος ήταν ~ και τα κατάλαβε όλα. Ο λογιστής ήταν ~ και κατάλαβε την κομπίνα. Aν είσαι ~, τώρα θα φανεί. μαγκάκι το YΠΟKΟΡ.

[αλβ. mang(ë) -ας < τουρκ. manga `μικρό στρατιωτικό σώμα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες