Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μάγιστρος ο [májistros] Ο19 : (ιστ.) ανώτατο στρατιωτικό και πολιτικό αξίωμα στο Bυζάντιο και στην αρχαία Ρώμη.
[λόγ. < ελνστ. μάγιστρος < μαγίστρος (μετακ. τόνου ίσως με βάση τη γεν.) < λατ. magistr- (magister [magí-] ) -ος]