Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λώρος
1 εγγραφή
λώρος ο [lóros] Ο18 : κυρίως στον όρο ομφάλιος ~: α1. (ανατ.) μακρύ και λεπτό στέλεχος που συνδέει το έμβρυο με τον πλακούντα: Aποκοπή του ομφάλιου λώρου, αφαλόκομμα. α2. ειδικό σχοινί που συνδέει τον αστροναύτη με το διαστημόπλοιο, όταν βγαίνει από αυτό. β. (μτφ.) στενή σχέση, δεσμός που συνδέει κτ. με κτ. άλλο και όπου το ένα από τα συνδεόμενα κατέχει συνήθ. κεντρική θέση σε σχέση με το άλλο: H θρησκεία αποτελεί ακόμα σε σημαντικό βαθμό τον ομφάλιο λώρο μεταξύ του απόδημου ελληνισμού και της μητέρας πατρίδας. || Kόβω τον ομφάλιο λώρο, καταργώ μια σχέση, ένα δεσμό, αποσυνδέω, ανεξαρτητοποιώ, αυτονομώ: H κατάργηση του σταυρού στα ψηφοδέλτια κόβει τον ομφάλιο λώρο που συνδέει το βουλευτή με την εκλογική πελατεία του.

[λόγ. < ελνστ. λῶρος `λουρίδα΄, ο όρος μτφρδ. γαλλ. cordon ombilical]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες