Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λύω [lío] -ομαι Ρ9α μπε. λυόμενος* : (λόγ.) λύνω, κυρίως στις σημ. I3, II1, 2: Λύεται η συνεδρίαση, παίρνει τέλος, τελειώνει. H σύμβαση λύεται, όταν καταγγελθεί και από τα δύο μέρη, ακυρώνεται, παύει να ισχύει. Λύεται η συνέχεια του δέρματος, διακόπτεται. || (στρατ. παράγγελμα): Tους ζυγούς λύσατε, διαλυθείτε.
[λόγ. < αρχ. λύω]