Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λύπηση η [lípisi] Ο33α : συναίσθημα οίκτου, συμπόνιας για κπ. ή για κτ.: Έτσι που κατάντησε, είναι για ~.
[μσν. λύπηση < λύπησις < λυπη- (λυπώ) -σις > -ση]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μσν. λύπηση < λύπησις < λυπη- (λυπώ) -σις > -ση]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |