Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λόξιγκας
1 εγγραφή
λόξιγκας ο [lóksiŋgas] Ο5 : ακούσιος σπασμός των μυών του λάρυγγα, που συνοδεύεται από χαρακτηριστικό ήχο: Όταν σε πιάνει ~, πίνε νερό.

[μσν. *λόξιγκας (πρβ. μσν. λύξιγγας `ρόγχος΄) < *κλόξιγκας (ανομ. αποβ. του [k] : [kloks > loks] ) < συμφυρ. κλωξ- (ελνστ. κλώζω `κρώζω΄) + μσν. *λύγκας (< αρχ. λύγξ, αιτ. λύγκα `λόξιγκας΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες