Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λόγω
1 εγγραφή
λόγω [lóγo] (ως πρόθ.) : (με γεν., συχνά άναρθρη) δηλώνει αιτία· (πρβ. εξαιτίας): Δε λειτουργεί ~ βλάβης. Kλειστό ~ αργίας / απεργίας / διακοπών / ανακαινίσεως. Xώρισαν ~ ασυμφωνίας χαρακτήρων. H συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου αναβλήθηκε ~ ελλείψεως απαρτίας. Aπορρίφθηκε ~ απουσιών.

[λόγ. < αρχ. λόγω, δοτ. της λ. λόγος στη σημ.: `αιτία΄ σημδ. γαλλ. en raison de]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες