Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λυσσομανάω [lisomanáo] & -ώ Ρ10.1α : (κυρ. για στοιχεία της φύσης) εκδηλώνομαι με ορμή, με μεγάλη ένταση, μαίνομαι: Ο αέρας / η θύελλα / η καταιγίδα / η θάλασσα λυσσομανάει.
[λόγ. < ελνστ. λυσσομανῶ]