Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λυσιτελής
1 εγγραφή
λυσιτελής -ής -ές [lisitelís] Ε10 : (λόγ.) που είναι χρήσιμος, ωφέλιμος, επικερδής. λυσιτελώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. λυσιτελής· λόγ. < ελνστ. λυσιτελῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες