Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λυκόπουλο
1 εγγραφή
λυκόπουλο το [likópulo] Ο41 : 1. το μικρό του λύκου. 2. (πληθ.) παιδικό τμήμα του προσκοπικού σώματος: Tα λυκόπουλα πήραν μέρος στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου. || (εν.) μικρό παιδί που ανήκει, ως μέλος, στο παιδικό τμήμα του προσκοπικού σώματος.

[1: λύκ(ος) -όπουλο· 2: λόγ. σημδ. αγγλ. wolf cub]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες