Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λυκανθρωπία
1 εγγραφή
λυκανθρωπία η [likanθropía] Ο25 : (ψυχιατρ.) ψυχική ασθένεια παραληρηματικής μορφής, κατά την οποία ο πάσχων πιστεύει ότι μεταμορφώνεται σε λύκο και τείνει να συμπεριφέρεται ως τέτοιος· (πρβ. ζωανθρωπία).

[λόγ. < ελνστ. λυκανθρωπία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες