Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λυκάνθρωπος
1 εγγραφή
λυκάνθρωπος ο [likánθropos] Ο20α : 1. άνθρωπος άγριος, σκληρός, αιμοβόρος. 2. άνθρωπος που σύμφωνα με λαϊκές δοξασίες μεταμορφώνεται σε λύκο (κυρ. τις νύχτες με πανσέληνο). 3. αυτός που πάσχει από λυκανθρωπία.

[λόγ. < ελνστ. λυκάνθρωπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες