Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λυγερός -ή -ό [lijerós] Ε1 : ευλύγιστος και λεπτός. || (κυρ. για πρόσ.): Λυγερή μέση / κορμοστασιά. || (λαϊκότρ. ως ουσ.) η λυγερή, νέα και ωραία γυναίκα.
[μσν. λυγερός < λυγηρός με τροπή του άτ. [ir > er] < λυγ(έα) (< αρχ. λυγ(ός) (δες στο λυγαριά) -έα) -ηρός]