Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λούστρος
2 εγγραφές [1 - 2]
λούστρο το [lústro] Ο39 & λούστρος 2 ο [lústros] Ο18, Ο18α : 1. παχύρρευστη ουσία με την οποία καλύπτονται επιφάνειες, κυρίως ξύλινες, για να προφυλαχτούν από την υγρασία και να γυαλίσουν· βερνίκι: Πέρασαν με ~ τα έπιπλα / τα πατώματα. 2. γυαλάδα, στιλπνότητα: Tα έπιπλα πήραν ένα ~ κι έδειξαν σαν καινούρια. 3. λουστράρισμα: Έκανε καινούριο ~ στις πολυθρόνες του σαλονιού. 4. (μτφ.) α. για παραπλανητική όψη ή εμφάνιση: Οι ιδέες του δεν είναι νέες, τις πέρασε απλώς ένα ~. β. για επιπόλαιη, επιφανειακή, χωρίς βάθος και ουσία μόρφωση, κατάρτιση: Πήγε στο πανεπιστήμιο μόνο και μόνο για να πάρει ένα ~.

[βεν. lustro & ]

λούστρος 1 ο [lústros] Ο18, Ο18α : 1. πλανόδιος στιλβωτής παπουτσιών: Παλαιότερα, έβλεπες τους λούστρους με τα κασελάκια τους στη σειρά να περιμένουν πελάτη. 2. (μτφ.) άνθρωπος κατώτερος κοινωνικά, χωρίς τρόπους, ανυπόληπτος: Mάθε πρώτα τρόπους, βρε λούστρο, κι ύστερα έλα να μιλήσεις μαζί μου. λουστράκος ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[λούστρο -ς· λούστρ(ος) -άκος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες